- ανασαλεύω
- (αόρ. ανασάλεψα) 1. μετ.1) покачивать; слегка шевелить; 2) немного отодвигать, передвигать; 2. αμετ. пошевеливаться, шевелиться; зашевелиться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανασαλεύω — ανασαλεύω, ανασάλεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανασαλεύω — (Α ἀνασαλεύω) νεοελλ. (αμτβ.) σαλεύω ελαφρά, μετακινούμαι λίγο, αναδεύομαι αρχ. (μτβ.) μετακινώ ελαφρά … Dictionary of Greek
ανασαλεύω — σάλεψα, σαλεύτηκα 1. μτβ., κουνώ ελαφρά: Τον ανασάλεψε λίγο για να ξυπνήσει. 2. αμτβ., αναταράζομαι, κουνιέμαι ελαφρά: Ανασάλεψε λίγο, αλλά ύστερα ξανακοιμήθηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνασαλευομένη — ἀνασαλεύω shake up pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀνασαλεύω shake up pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασαλεῦσαι — ἀνασαλεύω shake up aor inf act ἀνασαλεύω shake up aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασαλεύειν — ἀνασαλεύω shake up pres inf act (attic epic) ἀνασαλεύω shake up pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασαλεύεσθαι — ἀνασαλεύω shake up pres inf mp ἀνασαλεύω shake up pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασαλεύοντες — ἀνασαλεύω shake up pres part act masc nom/voc pl ἀνασαλεύω shake up pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεσαλεύοντο — ἀνασαλεύω shake up imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεσάλευσε — ἀνασαλεύω shake up aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεσάλευσεν — ἀνασαλεύω shake up aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)